- πολύνυμφος
- πολύνυμφοςwith many bridesmasc/fem nom sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
πολύνυμφος — ον, ΜΑ αυτός που έχει πολλές νύφες. [ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ * + νυμφος (< νύμφη), πρβλ. κακό νυμφος] … Dictionary of Greek
πολύνυμφον — πολύνυμφος with many brides masc/fem acc sg πολύνυμφος with many brides neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
νύφη — και νύμφη, η (ΑΜ νύμφη, Α δωρ. τ. νύμφα Μ και νύφη) 1. γυναίκα που τελεί ή τέλεσε πρόσφατα τους γάμους της, νιόπαντρη 2. η σύζυγος τού γιου σε σχέση με τους γονείς του («διχάσαι νύμφην κατά τής πενθερᾱς αὐτής», ΚΔ) 3. η σύζυγος ενός από τους… … Dictionary of Greek